ακρόκομος, -η, -ο — και ακροκόμης (μόνο αρσ.) 1. αυτός που έχει μαλλιά μονάχα στην κορφή του κεφαλιού: Ήταν ακρόκομος, αλλά κατάφερνε να μην του φαίνεται. 2. αυτός που έχει φύλλωμα μόνο στην κορφή: Στο περιβόλι μας υπήρχε ένα γέρικο ακρόκομο κυπαρίσσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρόκομος — with hair on crown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόκομον — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem acc sg ἀκρόκομος with hair on crown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμοις — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμοισι — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμοισιν — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμου — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut gen sg ἀκροκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμους — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμων — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόκομα — ἀκρόκομος with hair on crown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)